- οξυπηγή
- ηκατηγορία πηγών ιαματικών υδάτων που περιέχουν περισσότερο από ένα γραμμάριο ανά λίτρο ελεύθερο διοξείδιο τού άνθρακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελτς — ή σέλτερς, το, Ν άκλ. φρ. «σελτς [ή σέλτερς] νερό» φυσικό υπόξινο αεριούχο μεταλλικό νερό, το οποίο αναβλύζει από την ομώνυμη οξυπηγή στο χωριό Σέλτερς τής Πρωσίας … Dictionary of Greek